- τρίστομον
- τρίστομοςthree-edgedmasc/fem acc sgτρίστομοςthree-edgedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρίστομο — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Καρπάθου, του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ολύμπου. * * * το / τρίστομον, ΝΑ βλ. τρίστομος … Dictionary of Greek